- εκκρεμοδικία
- η1. η δικονομική κατάσταση που δημιουργείται με την εγγραφή μιας υπόθεσης στο πινάκιο δικαστηρίου2. φρ. «ένσταση εκκρεμοδικίας» — ένσταση σε περίπτωση που μια δικαστική διαφορά εκκρεμεί ενώπιον δύο δικαστηρίων.
Dictionary of Greek. 2013.